Δυσανεξία στη Λακτόζη: Όλα Όσα Πρέπει να Γνωρίζετε

2018-04-19 15:43

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

    Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι συνηθισμένη σε πολλούς ενήλικες παγκοσμίως. Αν και σπάνια απειλητική για τη ζωή, τα συμπτώματα της μπορούν να προκαλέσουν σημαντική δυσφορία και υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Η δυσανεξία στη λακτόζη δεν πρέπει να συγχέεται με την αλλεργία στο γάλα, για την οποία ευθύνονται οι πρωτεΐνες του γάλακτος.

    Η λακτόζη αποτελεί τον κύριο υδατάνθρακα στο γάλα. Μετά την κατανάλωση γάλακτος η λακτόζη διασπάται κατά την διαδικασία της πέψης στα απλά σάκχαρα που την απαρτίζουν (γαλακτόζη και γλυκόζη). Για τον σκοπό αυτό απαιτείται ένα ένζυμο, η λακτάση. Όλα τα νεαρά θηλαστικά συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων (εκτός από τα βρέφη που γεννιούνται με συγγενή βλάβη) έχουν υψηλά επίπεδα του ενζύμου αυτού, γεγονός που τους επιτρέπει να διασπάσουν τη λακτόζη του μητρικού γάλακτος.

    Η δραστηριότητα της λακτάσης μειώνεται μετά τον απογαλακτισμό στις περισσότερες εθνοτικές ομάδες. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθεκτικότητας της λακτάσης είναι πιο συνηθισμένο στους πληθυσμούς που ασχολούνται με την εκτροφή βοοειδών και την παραγωγή γάλακτος. Τα παιδιά κάποιων εθνοτικών ομάδων συνήθως παρουσιάζουν ανεπάρκεια στη λακτάση σε ηλικία ενός έως δύο ετών (π.χ. Ταϊλάνδη), ενώ σε άλλες χώρες η λακτάση παραμένει μέχρι αργότερα στη ζωή (π.χ., Φινλανδία).

    Η φυσιολογική μείωση της δραστηριότητας της λακτάσης στην παιδική ή εφηβική ηλικία αποτελεί την πρωτογενή δυσανεξία στη λακτόζη, που είναι και πιο συνηθισμένη. Η δευτερογενής δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να παρουσιαστεί ως αποτέλεσμα ασθένειας στο λεπτό έντερο και είναι μια προσωρινή κατάσταση, που μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Οι πιο σημαντικές αιτίες της δευτερογενούς ανεπάρκειας λακτάσης είναι η λοιμώδης διάρροια, τα παράσιτα giardia και ascaria, οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου όπως η νόσος του Crohn, η κοιλιοκάκη, η αλλεργία στην πρωτεΐνη του γάλακτος, χειρουργείο γαστρεντερικού, η ακτινοθεραπεία και ορισμένα φάρμακα όπως η ασπιρίνη, αντιφλεγμονώδη φάρμακα και αντιβιοτικά. Η δευτερογενής ανεπάρκεια λακτάσης αναστρέφεται μετά τη διόρθωση του αιτιολογικού παράγοντα που την προκάλεσε.

    Στους ενήλικες με ανεπάρκεια λακτάσης, η λακτόζη δεν πέπτεται στο λεπτό έντερο και φθάνει στο παχύ έντερο, όπου ζυμώνεται από μικροοργανισμούς. Ως αποτέλεσμα, παράγεται υδρογόνο, διοξείδιο του άνθρακα, λιπαρά οξέα μικρής αλύσου και μεθάνιο. Η λακτόζη που δεν έχει διασπαστεί, αντλεί επίσης νερό μέσα στον εντερικό αυλό μέσω της οσμωτικής της δράσης, αυξάνοντας την κινητικότητα και πιθανόν προκαλώντας διάρροια. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν κοιλιακό άλγος, φούσκωμα και μετεωρισμό.

    Στα άτομα που παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα λακτάσης, προκαλείται δυσαπορρόφηση της λακτόζης. Η  δυσαπορρόφηση της λακτόζης δεν οδηγεί σε συμπτώματα δυσανεξίας σε όλα τα άτομα, με ένα μικρό ποσοστό ατόμων να μην παρουσιάζει συμπτώματα ακόμη και μετά την κατάποση μεγάλων ποσοτήτων λακτόζης. Ο παγκόσμιος επιπολασμός δυσσαπορόφησης της λακτόζης είναι περίπου στο 75%.

    Η ποσότητα λακτόζης που προκαλεί συμπτώματα ποικίλλει από άτομο σε άτομο, ανάλογα με την ποσότητα λακτόζης που το άτομο συνηθίζει να καταναλώνει, τον βαθμό ανεπάρκειας λακτάσης και τη μορφή της τροφής στην οποία λαμβάνεται η λακτόζη. Ωστόσο, ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με πρωτογενή έλλειψη λακτάσης  μπορούν να ανεχθούν έως και 11g λακτόζης  χωρίς να εμφανίσουν γαστρεντερικά συμπτώματα, αν και τα συμπτώματα γίνονται πιο εμφανή σε μεγαλύτερες  δόσεις λακτόζης. 

    Ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως τα σκληρά τυριά, το τυρί cottage, το παγωτό και το γιαούρτι, περιέχουν μικρότερη ποσότητα λακτόζης ανά μερίδα σε σχέση με το γάλα και συνεπώς είναι καλύτερα ανεκτά.

    Ενώ η αυτοδιάγνωση της ανεπάρκειας λακτάσης είναι συνηθισμένη, συχνά δεν είναι έγκυρη και οδηγεί σε μη απαραίτητη αποφυγή των γαλακτοκομικών προϊόντων και των θρεπτικών συστατικών τους. Άλλωστε ακόμα και τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να καταναλώνουν γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως γιαούρτι ή τυρί σε μικρότερες μερίδες ή προΐόντα ελεύθερα λακτόζης, ειδικά όταν προσλαμβάνονται μαζί με άλλα τρόφιμα και κατανέμονται καθ 'όλη τη διάρκεια της ημέρας.

 

Φιλίππου Ανδρονίκη,

Διαιτολόγος – Διατροφολόγος BSc, MSc

 

Βιβλιογραφία

  1. Food and Agriculture Organization (FAO), Milk and dairy products in human nutrition, 2013
  2. Haug A, Høstmark AT, Harstad OM. Bovine milk in human nutrition – a review. Lipids in Health and Disease. 2007;6:25.
  3. Heyman, M.B. 2006. Lactose intolerance in infants, children, and adolescents. Pediatrics 118 (3): 1279–1286.
  4. Rozenberg S, Body JJ, Bruyere O, et al., Effects of Dairy Products Consumption on Health: Benefits and Beliefs--A Commentary from the Belgian Bone Club and the European Society for Clinical and Economic Aspects of Osteoporosis, Osteoarthritis and Musculoskeletal Diseases, Calcif Tissue Int, 2016 Jan;98(1):1-17.
  5. Suarez, F. L., Savaianno, D. A., and Levitt, M. D., A comparison of symptoms with self-reported severe lactose intolerance after drinking milk or lactose-hydrolyzed milk, N. Engl. J. Med., 333, 1, 1995. 35.
  6. Vesa, T. H., Marteau, P., & Korpela, R. Lactose intolerance. Journal of the American College of Nutrition, 2000; 19(2), 165-175.

Πίσω

Επαφή

Καραμπάση Θάλεια
Medi(k)cal

6976 924 634

Επικοινωνία

© 2015 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα ΚΑΡΑΜΠΑΣΗ ΕΥΘΑΛΙΑ

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode